όστλιγξ

όστλιγξ
ὄστλιγξ, -ιγγος, ὁ (Α)
1. μαλλιά, ιδίως κατσαρά
2. πλεξούδα, βόστρυχος
3. καθετί που είναι συνεστραμμένο, όπως, λ.χ., η έλικα τών αναρριχητικών φυτών, η φλόγα που κινείται ελικοειδώς, τα πλοκάμια τών μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το αρκτικό - τής λ. είναι πιθ. πρόθεση ή προέρχεται από λαρυγγικό φθόγγο, ενώ η κατάλ. -ιγξ με έρρινο απαντά και σε άλλους όρους με ανάλογη σημ. (πρβλ. θώμ-ιγξ, μήρ-ιγξ, πύλ-ιγγες)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οστλίγγιον — ὀστλίγγιον, τὸ (Μ) [όστλιγξ] υποκορ. τού όστλιγξ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”